- προσήλυτος
- προσήλυτος , -η, -ο1) новообращенный;2) ο прозелит – человек, принявший новую веру, горячий приверженец, сторонник чего-либо (веры, движения, учения и т.д.)
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
προσήλυτος — one that has arrived at masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… … Dictionary of Greek
προσήλυτος — η, ο 1. αυτός που άλλαξε θρησκευτικό δόγμα. 2. αυτός που άλλαξε πολιτικές πεποιθήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσήλυτον — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem acc sg προσήλυτος one that has arrived at neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτοις — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτου — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτους — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτων — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηλύτῳ — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήλυτα — προσήλυτος one that has arrived at neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήλυτοι — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)